ἐξερευνᾷ — ἐξερευνάω search out pres subj mp 2nd sg ἐξερευνάω search out pres ind mp 2nd sg (epic) ἐξερευνάω search out pres subj act 3rd sg ἐξερευνάω search out pres ind act 3rd sg (epic) ἐξερευνάω search out pres subj mp 2nd sg ἐξερευνάω search out pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερευνάσθω — ἐξερευνά̱σθω , ἐξερευνάω search out pres imperat mp 3rd sg ἐξερευνά̱σθω , ἐξερευνάω search out pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
ἐξερευνᾶν — ἐξερευνάω search out pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξερευνάω search out pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξερευνάω search out pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐξερευνᾶ̱ν , ἐξερευνάω search out pres inf act (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξερευνητής — ο (θηλ. εξερευνήτρια) [εξερευνώ] αυτός που εξερευνά άγνωστους τόπους … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek